Τα Κύθηρα της Μάρως Λεονάρδου

Κύθηρα, Τσιρίγο, ή κατά την αρχαιότερη ονομασία «Ζάθεα», που σημαίνει το Νησί των Θεών. Εδώ, στον κόλπο της αρχαίας Σκάνδειας, γεννήθηκε η Ουράνια Αφροδίτη, πριν ξεκινήσει το ταξίδι πάνω στο κοχύλι της για τη Μήλο και στη συνέχεια την Κύπρο. Εδώ, οι Θεοί είναι αυτοί που αποφασίζουν αν κάποιος θα έρθει ή δεν θα έρθει στο Νησί γνωστοποιώντας την απόφασή τους αυτή μέσα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως τα πολλά μποφόρ, ή την πυκνή ομίχλη που το χειμώνα τυλίγει το νησί, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην μπορεί να δέσει το πλοίο, ή να προσγειωθεί το αεροπλάνο της γραμμής. Εξ ου και το γνωστό τραγούδι, «Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα δούμε», που κατά μία εκδοχή εμπνεύστηκε ο Γιώργος Κατσαρός, αποκλεισμένος λόγω μποφόρ, απέναντι στη Νεάπολη Λακωνίας.

Δεν ήταν ωστόσο ο πρώτος στον οποίο οι Θεοί επεφύλαξαν μια τέτοια έμπνευση. Πολλά χρόνια πριν, τα Κύθηρα, ως ένα από τα νησιά της Ουτοπίας, είχαν εμπνεύσει τους Γάλλους ρομαντικούς να γράψουν για το νησί που δεν φτάνεις ποτέ, ή τέλος πάντων δεν γνωρίζεις αν θα φτάσεις ποτέ, όπως δεν γνωρίζεις στη ζωή αν θα αξιωθείς να αγγίξεις την Ουτοπία, ή όχι. Γι αυτό και στον περίφημο πίνακα του Watteau «Ταξίδι στα Κύθηρα», το νησί δεν απεικονίζεται πουθενά. Διακρίνουμε μόνο τους επιβάτες που επιβιβάζονται σε ένα πλοίο, με προορισμό τα Κύθηρα και την Ουτοπία, χωρίς να μάθουμε ποτέ αν έφτασαν ή όχι.


Σ΄αυτόν τον άγονο τόπο, τον μαγεμένο όμως – σύμφωνα με την παράδοση – από τις νεράϊδες και τα ξωτικά, τα οποία με αρκετή φαντασία και καλή θέληση συναντά κανείς τις καυτές ώρες του μεσημεριού σε απομακρυσμένα μέρη όπως οι Οχελλες, στις αρχές του αιώνα γεννήθηκε και μεγάλωσε ο παππούς μου, ο Σταύρος Νοταράς .

Δεν θα σας αφηγηθώ τη ζωή του, που σίγουρα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα, αν και σκληρή και δύσκολη όπως πολλών ανθρώπων εκείνα τα χρόνια. Όταν όμως γεννήθηκα εγώ, ο παππούς είχε ήδη πάρει τη σύνταξή του και είχε χτίσει ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του πουθενά, σε ένα λιμανάκι, τον άγνωστο τότε ακόμη Αυλέμωνα. Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, έζησε εκεί ως συνταξιούχος , απολαμβάνοντας το ψάρεμα με τη βαρκούλα του και τη μοναξιά του, σίγουρα για να ζει κάποιος εκείνα τα χρόνια μόνιμα, χειμώνα – καλοκαίρι στον Αυλέμωνα, θα πρέπει να είχε κλίση για ασκητής ή ερημίτης. ‘Η τουλάχιστον φανατικός φυσιολάτρης. Και ο παππούς ήταν σίγουρα λίγο απ όλα, θυμάμαι τους καυγάδες με τη μάνα μου, για να τον πείσει να μας επισκεφθεί λίγες μέρες το χειμώνα στην Αθήνα.


Κάπου εδώ λοιπόν, ξεκινά η δική μου ιστορία και σύνδεση με το νησί και τον Αυλέμωνα, που υπήρξε το «λιμάνι» της παιδικής μου ηλικίας, για όλα τα καλοκαίρια σχεδόν της ζωής μου. Η ζωή μου εκεί θα μπορούσε να είναι και μια παράφραση του γνωστού μυθιστορήματος «Ο γέρος και η Θάλασσα» του Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Εγώ και ο παππούς, τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι, στο λιμανάκι των ελάχιστων κατοίκων, όπου έφθανες μεσω ενός ατελείωτου χωματόδρομου (μια ώρα δρόμος περίπου τότε, μέχρι το κοντινότερο χωριό),όπου πλενόσουν στα πηγάδια είτε με νερό της βροχής, είτε με υφάλμυρο θαλασσινό νερό, όπου δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, κατά συνέπεια ούτε ψυγείο, τηλεόραση, ή παγωτό, και όπου η κατανάλωση των ψαριών γινόταν αυθημερόν.

Λέω συχνά αστειευόμενη στους φίλους μου ότι μεγάλωσα με αστακό και συναγρίδα, κι αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, αφού η βάρκα του παππού επέστρεφε καθημερινά από τα δίχτυα και τα παραγάδια γεμάτη λιθρίνια, φαγγριά, αστακούς, στείρες και συναγρίδες… το χειρότερό μας ήταν οι σκόρπαινες, οι χάνοι και οι πέρκες για ψαρόσουπα. Τα μπαρμπούνια ο παππούς τα πέταγε στις γάτες και τα σαβρίδια τα βάζαμε δόλωμα στο παραγάδι για φαγγρί.

Μοναδικό συμπλήρωμα στο μεσημεριανό τραπέζι, τα φασολάκια από τη «μπαμπακία», έτσι ονομάζουν οι τσιριγώτες τα μαυρομάτικα φασολάκια που φυτρώνουν στα μποστάνια με τα λαχανικά( τομάτες, αγγούρια, βλήτα, και κολοκύθια) χωρίς να χρειάζονται πότισμα, αρκεί το νερό της γης, εξ ου και ο όρος «ξερικά».


Ο Αυλέμωνας εξελίχθηκε με τα χρόνια, ο χωματόδρομος στρώθηκε με άσφαλτο, ο παππούς μου πέθανε. Οι ελάχιστοι ντόπιοι δεν έφυγαν από το χωριό, οι νέοι παντρεύτηκαν μεταξύ τους και έφτιαξαν πολυμελείς οικογένειες. Ομόρφυναν το χωριό, έχτισαν ενοικιαζόμενα δωμάτια, η ταβέρνα του Σωτήρη έδωσε τη μεγάλη ώθηση για να γίνει ο αυλέμωνας τουριστικός, και ευρέως γνωστός, χωρίς να χάσει την γραφική ομορφιά του. Και το σπιτάκι του παππού μου, έγινε το σημερινό Αραχτοπωλείο, του Σταύρου Κυριακάκη, ο οποίος με τις μοναδικές μουσικές του και τα πρωτότυπα κοκτέηλ του – είναι επίσης γνωστή σε όλους η περίφημη σοκολατόπιτα του Αυλέμωνα – ομορφαίνει τις διακοπές των ξένων που κατακλύζουν τα καλοκαίρια το νησί.

Μαζί με τον Μπότζιο, το πρώτο καφέ-μπαρ που δημιουργήθηκε στον Αυλέμωνα, το Λιμανάκι, με τις πεντανόστιμες ψαρο – λιχουδιές του, και την Ψωμολαδέα, που δίνει μια άλλη πιο γκουρμέ νότα στο άλλοτε έρημο ψαροχώρι.

Αν πάλι πεινάσετε τόσο πολύ, που δεν προλαβαίνετε να φτάσετε μέχρι τον Αυλέμωνα, στη διαδρομή μέσα από την Παλιόπολη θα συναντήσετε την Σκάνδεια, με τις μοναδικές συνταγές της Ευανθίας.

Θα μπορούσα να γράφω σελίδες για το χωριό μου. Ηταν εκεί όπου τις νύχτες έκανα τα πρώτα μου όνειρα – χωρίς ηλεκτρικό – κοιτώντας τα αστέρια, ήταν εκεί που έμαθα να χορεύω κρητικά πεντοζάλια και χανιώτικο ( χωρίς τηλεόραση, τι άλλο να κάνεις τα βράδια, όταν «κελαηδούσε» το βιολί του Πίτσικα ) ήταν εκεί που κατάλαβα ότι η ζωή μπορεί να γίνει όμορφη ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ανέσεις και πολυτέλεια, ήταν εκεί που γνώρισα απλούς, αληθινούς ανθρώπους, με τους οποίους συνδέομαι και αγαπώ μέχρι σήμερα. Θα ήταν όμως άδικο για το υπόλοιπο νησί, το οποίο οφείλω να ομολογήσω γνώρισα σχετικά αργά και σε μεγάλη ηλικία, όταν πλέον οδηγούσα και είχαν φτιαχτεί κάπως οι δρόμοι. Αλλιώς για να πας από τον Αυλέμωνα στο Καψάλι και τη Χώρα, ήθελες δύο τουλάχιστον ώρες, ταξίδι ολόκληρο…..


Πλέον, όταν έρχομαι τα καλοκαίρια στο νησί – ένα βήμα πρωτού εγκατασταθώ μόνιμα όπως ο παππούς μου – σαν άλλο «προσκήνυμα» θα επισκεφθώ από τουλάχιστον μία φορά τις υπέροχες παραλίες μας, όπως το Μελιδόνι στα δυτικά – παλιό κρησφύγετο και λιμάνι πειρατών – , την άγρια Κομπονάδα στα ανατολικά, τη Φυρρή Αμμο με τα τεράστια κύματα στα νοτιοανατολικά.

Εντάξει, αποφεύγω το κατά τα άλλα πανέμορφο Καλαδί, πολλά σκαλιά ανέβα – κατέβα… Οπωσδήποτε το Διακόφτι, που μπορεί να είναι το λιμάνι του νησιού πλέον, ωστόσο η παραλία του Μηνά με την άμμο θα μπορούσε να είναι η συνέχεια της παραλίας του Σίμου στην Ελαφονησο απέναντι. Και σίγουρα τους Φούρνους στα βόρεια, όπου ο Σπύρος διατηρεί μια από τις ωραιότερες καντίνες του νησιού.

Για το Καλάμι, ή την Πράσινη Λίμνη δεν θα πω τίποτα, αν ρωτήσετε οποιονδήποτε στα Κύθηρα, θα καταλάβετε. Γενικότερα όμως, η δυτική πλευρά και ακτογραμμή είναι πιο άγρια, πιο απόκρημνη αλλά και πολύ πιο εντυπωσιακή. Για όσους καταφέρουν να φτάσουν μέχρι εκεί….


Πλέον το «πρώτο» ψάρι είναι αρκετά δυσεύρετο στο νησί, και πανάκριβο για φαγητό δυστυχώς. Δεν γίνεται όμως να μην δοκιμάσεις τα κρεατικά στο ανακαινισμένο καφέ του Χαλικόκου, στο Πιτσινιάνικα, τις υπέροχες γεύσεις της Φαμίλια στα Φράτσια, ή την παραδοσιακή κουζίνα στο Πλάτανο του Μυλοπόταμου και στη Φιλιώ στον Κάλαμο.

Μια επίσης σοβαρή πρόταση είναι ο Καραβάς, ένα υπέροχο γραφικό και ξεχωριστό από το υπόλοιπο νησί γραφικό χωριό στα βόρεια, με τον Λεμονόκηπο να προσφέρει ιδανική λύση για φαγητό, ειδικά αν έχει προηγηθεί μπάνιο στους Φούρνους. Στον Καραβά βρίσκεται και ο περίφημος φούρνος με παξιμάδια, κουλουράκια και εδέσματα που δε βρίσκεις αλλού. Μεταξύ μας, δεν έχω αποφασίσει αν τα καλύτερα παξιμάδια είναι αυτά του Καραβά ή του Ποταμού, αφήνω την επιλογή σε εσάς. Παξιμάδια, φάβα και φασολάκια είναι πάντως η καλύτερη χορτοφαγική τσιριγώτικη επιλογή.

Κι όσοι θα ήθελαν να απολαύσουν ρεμπέτικες βραδιές χωρίς μικρόφωνα, τότε ο Αμίρ Αλή στα βόρεια, ή το Κόκκινο Σπαλέτο στα Φριλιγκιάνικα είναι ιδανικές επιλογές.


Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το νησί γνωρίζει μεγάλη αίγλη. Το επιλέγουν αρκετοί ξένοι, για μοναδικές βόλτες στα μέχρι πρότινος απάτητα μονοπάτια του , μέσα από παραδοσιακούς, ξεχασμένους οικισμούς ,με μεσαιωνικά τοπία , και απομακρυσμένα εκκλησάκια.

Εκτός από τις οργανωμένες εκδρομές σ αυτά τα μονοπάτια, ένας ολλανδός, ο Φρανκ εμπνεύστηκε και δημιούργησε το Pyrgos House, οδηγώντας τους πιο τολμηρούς με ποδήλατα ή καγιάκ σε απάτητα σημεία του νησιού, εκεί που δεν μπορείς να φτάσεις με άλλον τρόπο. Επίσης, γίνονται αναρριχήσεις με σκοινιά στο Φαράγγι της κακιάς Λαγκάδας, μέσα από το οποίο κάποτε ο διαβόητος πειρατής Μπαρμπαρόσα έφτασε στην Παλιόχωρα, την οποία και λεηλάτησε σκοτώνοντας στην Εκκλησία τα γυναικόπαιδα που είχαν αναζητήσει καταφύγιο και κλέβοντας όλο το χρυσάφι που κρατούσαν κρυμμένο.


Οποιος θέλει να περιηγηθεί στα μοναστήρια του νησιού, θα πρέπει σίγουρα να ξεκινήσει από την Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα, που είναι θαυματουργή, η Αγία Ελέσσα, που είναι το υψηλότερο σημείο του νησιού, η Αγία Μόνη και σίγουρα ο Αη – Γιώργης, με τα μοναδικά ψηφιδωτά στο Ιερό, είναι οι επόμενες επιλογές.


Γενικότερα, τα Κύθηρα είναι ένα οικογενειακό νησί. Το επιλέγουν οικογένειες με παιδιά, γιατι όσα προσφέρονται, αλλά και η γεωγραφία του τόπου, κάνει τις διακοπές τους πιο εύκολες. Σπάνια θα δεις μοναχικούς, κι αν έρθουν τελικά, θα πάνε στο Καψάλι, που είναι το πιο…. «κοσμικό» σημείο του νησιού, με τα περισσότερα μπαρ, ή στη Χώρα που θεωρείται η πρωτεύουσα του νησιού και έχει γραφικά μαγαζάκια . Μαγαζάκια όμως με ιδανικές επιλογές για απαιτητικές επισκέπτριες διαθέτει και ο Μυλοπόταμος, τον οποίο βέβαια συστήνουν συνήθως για τους καταρράκτες του, όταν έχει νερό….


Υπάρχει και μια θεωρία που λέει ότι….αν έρθεις ζευγάρι στο νησί, δύο είναι οι πιθανότητες. Φεύγοντας, ή θα παντρευτείς, ή θα χωρίσεις. Τίποτα όμως μετά δεν θα είναι το ίδιο. Βλέπετε οι Θεοί των Κυθήρων και πάλι θα αποφασίσουν για τη μοίρα σας!

Κείμενο, Φωτογραφίες από τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Μάρω Λεονάρδου