Άγραφα: διασχίζοντας το Ασπρόρεμα με τον Φοίβο Κλαυδιανό

Τα Ευρυτανικά Άγραφα παραμένουν ακόμη μία από τις πιο δυσπρόσιτες, απομονωμένες και παραμελημένες περιοχές της χώρας μας, με ελάχιστες υποδομές, τουριστικές ή οποιουδήποτε άλλου είδους. Την ίδια στιγμή, είναι και μια από τις πιο αυθεντικές που μπορεί να επισκεφτεί κανείς: Άγρια, οξύκορφα και αλλεπάλληλα βουνά που χωρίζονται από βαθιές ρεματιές. Ένας τόπος συνεχών υψομετρικών εναλλαγών, από τα 500-600 μέτρα στα 2000-2100, ο οποίος από μακριά μοιάζει με τρικυμισμένη θάλασσα.

Στα ψηλά κυριαρχούν τα σπανά, στη μέση το έλατο, χαμηλότερα η βελανιδιά και ακόμη πιο χαμηλά το πουρνάρι. Από βορρά προς νότο τα διατρέχει ο Αγραφιώτης, στον οποίο χύνονται πολλά μεγαλύτερα ή μικρότερα ρέματα. Τα απολύτως στοιχειώδη για τουρίστες υπάρχουν μόνο στα χωριά Άγραφα και Επινιανά.

Σε αυτή την περιοχή υπάρχει μια πεζοπορική διαδρομή (σε μέσο υψόμετρο), η οποία σε μεταφέρει σε μία ακόμη βαθύτερη απομόνωση, αλλά, ίσως, ακόμη πιο γοητευτική. Είναι το παλιό μονοπάτι του ερημωμένου χωριού Ασπρόρεμα, τα ερείπια του οποίου βρίσκονται σε υψόμετρο στα 1.070 μέτρα στις πλαγιές των δυτικών Αγράφων, σε ένα πέταλο επιβλητικών κορυφών με ακόμη πιο επιβλητικά ονόματα: Ντεληδήμι, Σαλαγιάννη, Μπαλντενήσι, Τσούκα Σάκα.

Σήμερα το χωριό έχει μόνο δύο θερινές στάνες, στις οποίες φέτος δεν ανέβηκαν καν πρόβατα, παρά μόνο ένα κοπάδι γελάδια, που δεν απαιτούν μόνιμη παρουσία τσοπάνη. Λιγοστά είναι τα χαλάσματα που μπορεί να δει κανείς, αν και το χωριό έχει εγκαταλειφθεί μόνο τρεις με τέσσερις δεκαετίες.

Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο του Ασπρορέματος είναι το μονοπάτι που το συνδέει με τα Επινιανά, ένα από τα πιο εντυπωσιακά που μπορεί να περπατήσει κανείς στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα μονοπάτι, πότε πετρόχτιστο και πότε χωμάτινο, που ανηφορίζει, κατηφορίζει ή τραβερσάρει γύρω από τις όχθες του Ασπρορέματος, που είναι παραπόταμος του Αγραφιώτη. Το μονοπάτι διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του απομονωμένου φαραγγιού, το οποίο είναι κατάφυτο με τα προαναφερθέντα δάση της περιοχής, προστιθέμενων των περισσότερο υδρόφιλων δέντρων, όπως τα πλατάνια και οι γαύροι.

Στο στενό και απότομο φαράγγι, η διάνοιξη του μονοπατιού έγινε μέσα από κάθετες πετρώδεις πλαγιές σχετικά αργά, δηλαδή τη δεκαετία του 1950, από την ελληνική στρατιωτική οργάνωση κατασκευαστικού χαρακτήρα Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκροτήσεως γνωστή ως “ΜΟΜΑ”, με τη βοήθεια των ανθρώπων της περιοχής.

Πριν από αυτό, η επικοινωνία του χωριού με τα Επινιανά γινόταν από την κοίτη του Ασπρορέματος, ή προς τα χωριά Τρίδεντρο και Τροβάτο από αυχένες μεγαλύτερου υψομέτρου, με αποτέλεσμα και οι τρεις δίοδοι να καθίστανται προβληματικές, έως απαγορευτικές, τον χειμώνα.

Οι βράχοι στο μονοπάτι έχουν κυριολεκτικά σκαφτεί με φουρνέλα και λαξευτεί, ενώ αφήνουν ένα στενό πέρασμα κολλητά στους εντυπωσιακούς γκρεμούς, σε πολλά σημεία με βράχινη οροφή. Μάλιστα, το σκηνικό αυτό διαρκεί για περισσότερο από ένα μισάωρο πεζοπορίας.

Εντυπωσιακό είναι ότι από το ίδιο μέρος πέρασαν κολώνες με παλιά καλώδια τηλεφώνου που ακόμη στέκουν σε μεγάλο μέρος της διαδρομής και μας θυμίζουν ότι κάποτε υπήρχε στο Ασπρόρεμα μια ζωντανή κοινότητα. Σε μία στροφή λίγο μετά την αρχή της διαδρομής δεσπόζει ένα πέτρινο εικονοστάσι, χαρακτηριστικό σημείο που βλέπει στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού τη Μονή Στάνας, που θεωρείται η Παναγία των Αγράφων.

Το μονοπάτι, που διαρκεί περίπου 4-5 ώρες, δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου, παρά μόνο από κάποιους τολμηρούς πεζοπόρους (εμείς δεν συναντήσαμε κανέναν επί 24 ώρες) και για αυτό είχε “κλείσει” από τη βλάστηση και πέσει από μικρές κατολισθήσεις για μερικά χρόνια, μέχρι που λίγοι από τους (σχετικά) νέους κατοίκους της περιοχής το ξανάνοιξαν. Η βλάστηση και κυρίως οι άγριες τριανταφυλλιές και βάτα είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πεζοπόροι.

Επίσης, το μονοπάτι δεν συνίσταται για πολύ μικρά παιδιά (λόγω των εκτεθειμένων σημείων, αλλά ασφαλών για ενήλικους), ενώ και οι έντονα ακροφοβικοί θα έχουν δυσκολίες. Σε ένα σημείο το μονοπάτι διασχίζει ρέμα με καταρράκτη λίγα μέτρα πιο πάνω και στη μέση περίπου του μονοπατιού (μετά το Σκυλόρεμα) υπάρχει ένα παλιό τσιμεντένιο γεφύρι (μέρος του μονοπατιού) που περνά απέναντι το ποτάμι (το ίδιο το Ασπρόρεμα), κάτω από το οποίο σχηματίζεται μια μεγάλη βάθρα με κρύο, πεντακάθαρο νερό, ιδανικό για βουτιά.

Από το σημείο αυτό και για μερικές εκατοντάδες μέτρα μπορεί κάποιος να αφήσει το μονοπάτι και να κινηθεί μέσα από την κοίτη του Ασπρορέματος (προτιμότερο με την αντίστροφη φορά, στο κατέβασμα), αρκεί να μην προβλέπεται μετεωρολογικά καμία βροχή και να είναι αποφασισμένος να βρέξει τα πόδια του ή να βάλει και να βγάλει τα παπούτσια του πολλές φορές. Αν το επιλέξει, θα περάσει και από το πιο στενό και επιβλητικό σημείο του φαραγγιού.

Χαρακτηριστική της ιστορίας του τόπου η αφήγηση ενός βοσκού (ενός μεσήλικα ιδιοκτήτη μιας από τις δύο στάνες) που συναντήσαμε την επόμενη μέρα, με το που γυρίσαμε στα Επινιανά, ο οποίος έμενε μικρός στο Ασπρόρεμα όλο τον χρόνο με την οικογένεια του και τώρα τα περισσότερα καλοκαίρια. Μας διηγήθηκε, λοιπόν, την ιστορία του θανάτου του πατέρα του από καρδιακό επεισόδιο στην περιοχή του χωριού με τον ίδιο να μην έχει κάτι άλλο να κάνει παρά να τρέξει για να φέρει βοήθεια μέχρι τα Επινιανά, χωρίς δυστυχώς να προλάβει. Μας είπε επίσης πως μέχρι το 1978, το μονοθέσιο σχολείο του Ασπρορέματος είχε 20 παιδιά!

Κείμενο και φωτογραφίες από τον δημοσιογράφο Φοίβο Κλαυδιανό